- εσνάφι
- το1. σινάφι, συντεχνία, σωματείο επαγγελματιών2. ομάδα ανθρώπων που έχουν τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά (τις ίδιες έξεις, ιδέες, αρχές κ.λπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. esnaf «χειροτέχνης». Αντί τού εσνάφι χρησιμοποιείται περισσότερο ο τ. σινάφι —γραφόμενος και ως συνάφι— που προήλθε με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος ε- (πρβλ. ερωτώ > ρωτώ) και ανάπτυξη τού φωνήεντος / i / (* σνάφι > σινάφι) —πιθ. με παρετυμολογική επίδραση τού συναφής ή άλλων συνθέτων τού συν-, οπότε θα εδικαιολογείτο και η γραφή συνάφι].
Dictionary of Greek. 2013.